- ποτηρίων
- ποτήριονdrinking-cupneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δισκοπότηρο — το (Μ δισκοπότηρον και δισκοποτήριον) 1. το άγιο ποτήριο τής θείας κοινωνίας μαζί με τον δίσκο 2. το άγιο ποτήριο 3. κάθε αντικείμενο που έχει το σχήμα τού ποτηριού τής θείας κοινωνίας νεοελλ. στον πληθ. τα δισκοπότηρα το σύνολο τών δίσκων και… … Dictionary of Greek
κέρχνωμα — κέρχνωμα, τὸ (Α) [κερχνώ] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων» … Dictionary of Greek
κανθαροποιός — κανθαροποιός, ὁ (Α) επιγρ. κατασκευαστής κανθάρων*, ποτηριών με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κεράτινος — η, ο (Α κεράτινος, ίνη, ον) [κέρας] ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων», Ξεν.) νεοελλ. φρ. ανατ. «κεράτινη στιβάδα» το σκληρό εντελώς εξωτερικό τμήμα τού δέρματος που αποτελείται από λεπιοειδή πέταλα σχηματισμένα από τα… … Dictionary of Greek
πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… … Dictionary of Greek
ποτηριοκλέπτης — ὁ, Α 1. ο κλέφτης ποτηριών 2. ως κύριο όν. Ποτηριοκλέπτης τίτλος ποιήματος τού Ευφορίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + κλέπτης] … Dictionary of Greek
πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος … Dictionary of Greek